- σπαδονίζω
- Α [σπαδών, -όνος]1. καθιστώ κάτι χαλαρό, χαλαρώνω2. μτφ. (σχετικά με ήχο) περικόπτω, μειώνω, περιορίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαδονίζει — σπαδονίζω make flaccid pres ind mp 2nd sg σπαδονίζω make flaccid pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαδονίζοντος — σπαδονίζω make flaccid pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαδονισμός — ὁ, Α [σπαδονίζω] μτφ. (σχετικά με ήχο) εξασθένηση, μείωση, περικοπή … Dictionary of Greek
σπαδόνισμα — ίσματος, τὸ, Α [σπαδονίζω] χαλάρωση («σπαδονίσματα μαστῶν», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek